desbaratar - ορισμός. Τι είναι το desbaratar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι desbaratar - ορισμός


desbaratar      
desbaratar (de "des-" y "baratar")
1 tr. y prnl. Quitar[se] el arreglo u orden de una cosa: "La mojadura ha desbaratado los pliegues del vestido". *Desarreglar, *estropear[se].
2 Deshacer[se] o arruinar[se] una cosa.
3 *Frustrar[se] una intriga, un plan, etc.: "La guerra desbarató mis planes".
4 Mil. Descomponer[se] las filas enemigas; introducir[se] en ellas el *desorden.
5 tr. *Derrochar alguien sus bienes.
6 intr. Disparatar.
7 prnl. Hablar u obrar sin sujeción a la razón o sin *serenidad. *Descomponerse.
desbaratar      
desbaratar      
verbo trans.
1) Deshacer o arruinar una cosa. Disipar, malgastar los bienes.
2) fig. Hablando de las cosas inmateriales, cortar impedir, estorbar.
3) Militar. Desordenar, desconcertar, poner en confusión a los contrarios.
verbo intrans.
Disparatar.
verbo prnl. fig.
Descomponerse, hablar u obrar fuera de razón.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για desbaratar
1. Todo lo que hemos podido desbaratar durante la tregua o detener lo hemos hecho.
2. Eso hicieron ayer, procurando un simulacro que España no se molestó en desbaratar.
3. Turquía pretende también desbaratar la red de apoyo que les surte de armas y explosivos.
4. La policía británica decidió entonces abrir una investigación destinada a desbaratar todas esas hipótesis.
5. Hasta el punto de desbaratar la estimación del Gobierno sobre lo que ocurrió en 2008.
Τι είναι desbaratar - ορισμός